Μία παρέμβαση του
εκλεκτού συνδημότη Στέφανου Μιχιώτη με αναγκάζει να ανοίξω μία παρένθεση,
προκειμένου να του απαντήσω.
Αγαπητέ συνδημότη Στέφανε Μιχιώτη.
Άλλα λέω εγώ και άλλα μου αποδίδεις εσύ ότι λέω (θέλω να
πιστεύω εκ παραδρομής, αφού η καλοπιστία σου είναι δεδομένη).
Εγώ ποτέ δε μίλησα (ούτε καν μπορούσα να μιλήσω) για
«τελεσιδικία» του Φύλλου Μεταβολών και Ελλείψεων (και όχι Φύλλου Ελέγχου, όπως
το αποκαλείς, συγχέοντας προφανώς το Ελεγκτικό Συνέδριο με την Εφορία, όπως ακριβώς
και προηγουμένως, όταν μιλούσες για «κατηγορούμενους», το είχες μπλέξει με τα
ποινικά δικαστήρια), αφού δεν έχει γίνει καμία δίκη, απαραίτητη προϋπόθεση
(όπως το λέει και η ίδια η λέξη) ώστε να μπορεί να κάνει κανείς λόγο περί
«τελεσιδικίας».
Αυτό που είπα είναι ότι η διαδικασία σύνταξης του Φύλλου Μεταβολών και
Ελλείψεων έχει ήδη αποπερατωθεί, ότι το Φύλλο Μεταβολών και Ελλείψεων είναι
πράξη εκτελεστή και ότι, βάσει της πράξης αυτής, πρέπει να κατατεθεί στο ταμείο
του Δήμου το συνολικό ποσό του ελλείμματος των 483.500 ευρώ και να αποσταλούν
στο Ελεγκτικό Συνέδριο τα σχετικά Γραμμάτια Είσπραξης.
Αυτά είναι όσα, σαφώς-σαφέστατα, αναφέρονται στην τελευταία
παράγραφο του Φύλλου Μεταβολών και Ελλείψεων, την οποία, νομίζω, οφείλεις να
αναρτήσεις, έτσι ώστε να είναι σε θέση ο κάθε ενδιαφερόμενος, συγκρίνοντας τις
εκατέρωθεν απόψεις, να είναι σε θέση να διακρίνει την ενημέρωση από τις
«κραυγές των Βοιωτών».
Τώρα, σε ό,τι αφορά,
το γεγονός (όπως εσύ το παρουσιάζεις) ότι ο Δήμαρχος δεν προχώρησε σε
καταλογισμούς, ζήτα του δημοσίως σχετική ενημέρωση στο επόμενο Δημοτικό
Συμβούλιο, μήπως μάθουμε και εμείς τι συμβαίνει.
Κλείνει η παρένθεση.
Κατά τη διεξαγωγή του
δημόσιου «περί τα κοινά» διαλόγου, υπάρχει η υποχρέωση τήρησης ισορροπίας
μεταξύ, αφ’ ενός μεν των δικαιωμάτων της επιδίωξης ενημέρωσης και της έκφρασης
γνώμης και, αφ’ ετέρου, των προστατευτέων δικαιωμάτων (τιμή και υπόληψη,
προσωπικά δεδομένα, κλπ) των προσώπων που τυχόν εμπλέκονται στην υπό συζήτηση
υπόθεση κοινού ενδιαφέροντος.
Πολλές φορές, των
δεύτερων πιο πάνω δικαιωμάτων γίνεται καταχρηστική προσεπίκληση (ως επί το
πλείστον από όσους «έχουν λερωμένη τη φωλιά τους») προκειμένου να φιμωθούν τα
στόματα των ενοχλητικών με «χτυπήματα κάτω από τη μέση», συνήθως με την απειλή
είτε και την υποβολή ψευτομηνύσεων και ψευτοαγωγών.
Σε ό,τι αφορά τα
πολιτικά πρόσωπα και τη δημόσια δράση τους που σχετίζεται με τα κοινά, δέον να
θεωρηθεί ότι, ένεκα της λεγόμενης «πολιτικής ευθύνης» τους, τα πιο πάνω προστατευτέα
ατομικά δικαιώματα είναι δυνατόν ενίοτε να υποχωρούν, όταν αναφύεται ως υπέρτερο
προστατευτέο αγαθό είτε το δικαίωμα της ενημέρωσης του κοινού για τη δημόσια
δράση τους είτε, ακόμη, και το δικαίωμα της διεξαγωγής του σχετικού δημόσιου
διαλόγου από τους ενδιαφερόμενους πολίτες.
Κοινώς, τα πολιτικά
πρόσωπα, όταν ελέγχονται στα πλαίσια της πολιτικής τους δράσης για τυχόν
πολιτικές ευθύνες, οφείλουν να αποφεύγουν να επικαλούνται προσχηματικά ότι,
δήθεν-τάχα, θίγονται τα ατομικά τους δικαιώματα και τα προσωπικά τους δεδομένα
και να οχυρώνονται πίσω από μηνύσεις και αγωγές, παρά οφείλουν να βγαίνουν και
να απαντάνε δημόσια επί της ουσίας των ζητημάτων και των ερωτημάτων που
απασχολούν την τοπική κοινωνία (εννοείται, πάντοτε, σε ό,τι αφορά τα κοινά),
έστω και αν αυτό τους είναι δυσάρεστο και ενοχλητικό.
Στη συγκεκριμένη
περίπτωση, επί τέλους, μετά από υπεκφυγές και πολύμηνο «κλεφτοπόλεμο» με
μηνύσεις και αγωγές, η πλευρά του Γιάννη Καλαφατέλη εμφανίζεται να αναλαμβάνει την
πλήρη πολιτική ευθύνη των πεπραγμένων της και, όχι μόνον αυτό, παρά ευθαρσώς
ανακοινώνει πως έκανε ό,τι έπρεπε να
γίνει και πως το ίδιο θα έκανε και σήμερα!
Εμφανής η πρόκληση για
επί της ουσίας δημόσιο διάλογο.
Κάλιο αργά παρά ποτέ.
Ανταποκρινόμαστε, ελπίζοντας
η παρέμβασή μας να κινηθεί στα πλαίσια της δεοντολογίας που πρέπει να διέπει το
δημόσιο διάλογο, και να αντιμετωπιστεί ψύχραιμα, χωρίς «χτυπήματα κάτω από τη
μέση» ή άλλες μεθοδεύσεις εκτροπής της συζήτησης από την ουσία της.
Όπως προκύπτει από την
ανακοίνωση της Ενωτικής Πρωτοβουλίας της 22-6-2018, ο κορμός του πλέον
πρόσφατου εν προκειμένω αφηγήματος της πλευράς του Γιάννη Καλαφατέλη
συνοψίζεται στα εξής:
Το επίμαχο χρονικό διάστημα 2003-2007, η τότε Κοινότητα
Κρυονερίου είχε πρόβλημα λειψυδρίας που δε μπορούσε να καλύψει η ΕΥΔΑΠ και το
οποίο, ως εκ τούτου, αντιμετωπίστηκε υποχρεωτικά μέσω της προμήθειας νερού από
ιδιώτες.
Το γεγονός αυτό είχε δημιουργήσει σύγκρουση καθηκόντων για
το τότε Κοινοτικό Συμβούλιο και τον Κοινοτάρχη Κρυονερίου, αφού η κείμενη
νομοθεσία δεν άφηνε περιθώρια προμήθειας νερού από ιδιώτες.
Δηλονότι, η σύγκρουση καθηκόντων προέκυπτε αφ’ ενός από την
υποχρέωση τήρησης της νομιμότητας και, αφ’ ετέρου, από την υποχρέωση
αντιμετώπισης του προβλήματος της λειψυδρίας.
Έτσι, όλοι οι πιο πάνω, Κοινοτικοί Σύμβουλοι και
Κοινοτάρχης Κρυονερίου, αφού ετέθησαν προ του διλήμματος νομιμότητα ή λειψυδρία,
επέλεξαν ομόφωνα και συναπεφάσισαν να αντιμετωπίσουν τη λειψυδρία μέσω του μη σύννομου τρόπου της
προμήθειας νερού από ιδιώτες.
Ο νόμος που, κατά τα
ανωτέρω, δεν αφήνει περιθώρια προμήθειας νερού από ιδιώτες είναι ο ν. 1739/1987
«Διαχείριση των υδατικών πόρων και άλλες διατάξεις», οι χαρακτηριστικότερες συνέπειες
του οποίου προκύπτουν από το κάτωθι απόσπασμα της υπ’ αρ. 4530/2010 απόφασης
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
«Τα νερά που βρίσκονται κάτω από το έδαφος ενός
ακινήτου και μάλιστα σε τέτοιο βάθος, ώστε
να υπάγονται σε υδροφόρο ορίζοντα που εκτείνεται σε μεγάλες αποστάσεις και
καλύπτει πολλές ιδιοκτησίες και από το οποίο αντλούνται μεγάλες ποσότητες που
καλύπτουν τις υδρευτικές ανάγκες μιας πόλης, ή αγροτικών ιδιοκτησιών, δεν
μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα του ακινήτου, από το οποίο γίνεται άντληση, που
παράγονται λόγω της φύσης ή του προορισμού του, δεδομένου άλλωστε, ότι μπορούν
να αντληθούν στις ίδιες ακριβώς ποσότητες και από άλλο, γειτονικό ή όχι ακίνητο
που βρίσκεται πάνω από τον ίδιο υδροφόρο ορίζοντα. Αλλ` ούτε και συστατικά του
ακινήτου μπορούν να θεωρηθούν με την έννοια του άρθρου 954 παρ. 1 περ. 3 ΑΚ,
γιατί το συστατικό περιορίζεται μέσα στα φυσικά όρια του ακινήτου, κάτι που δε
συμβαίνει με τα αντλούμενα υπόγεια νερά από εκτεταμένο υδροφόρο ορίζοντα.
Αντίθετα, είναι φυσικό αγαθό,
το οποίο σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον πιο πάνω ειδικό νόμο, δικαιούται να
διαχειρίζεται και διαθέτει μόνο το Κράτος, ενώ ο ιδιοκτήτης του ακινήτου
έχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα χρήσης των υπόγειων νερών για τις ανάγκες του
ακινήτου του, μετά από άδεια, όχι όμως και εκμετάλλευσής του.
Αλλά και από τους περιορισμούς που επιβάλλει για τα υπόγεια νερά το άρθρο
18 παρ.1 του Συντάγματος και ο ν. 1739/1987, που εκδόθηκε κατά ρητή πρόβλεψή
του, συνάγεται ότι ο κύριος ακινήτου,
κάτω από το οποίο βρίσκονται υπόγεια νερά, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, έχει περιορισμένο δικαίωμα χρήσης (μόνο) του νερού, ύστερα από άδεια της αρχής
ή και χωρίς αυτήν, κατά περίπτωση, όχι
όμως και δικαίωμα διάθεσης ή εκμετάλλευσης των νερών με χρηματικό ή άλλο
αντάλλαγμα, οπότε δεν
θεωρούνται τα υπόγεια νερά ως περιουσιακό του στοιχείο (AΠ 48/1999 ΕΕΝ
2000 373, ΣτΕ 389/1999, ΣτΕ 4531/1998 και ΣτΕ 3235/1993).
Εφόσον λοιπόν, υπό το, κατ` επιταγή του Συντάγματος, νυν ισχύον ως άνω
νομικό καθεστώς, τα υπόγεια ύδατα δεν
αποτελούν ιδιοκτησία του κυρίου του ακινήτου, κάτω από το οποίο διέρχονται,
δεν είναι δεκτικά διαθέσεως σε τρίτους, η οποία άλλωστε απαγορεύεται
ρητώς από τις ανωτέρω, αναγκαστικού δικαίου, όπως λέχθηκε, διατάξεις, ο
ιδιοκτήτης, δε, του ακινήτου στο οποίο διενεργήθηκε η ανόρυξη της γεώτρησης, έχει
απλώς δικαίωμα χρήσεως αυτών και μάλιστα περιορισμένης, κατά τους όρους της
οικείας νομαρχιακής αποφάσεως, που του παρέχει το δικαίωμα αυτό.»
Εν όψει των ανωτέρω, προκύπτει ότι αυτό που καλούμεθα να πιστέψουμε (βάσει,
πάντοτε, του πιο πάνω από 22-6-2018 αφηγήματος της πλευράς Γιάννη Καλαφατέλη)
είναι ότι όλοι οι τότε Κοινοτικοί Σύμβουλοι και ο Κοινοτάρχης Κρυονερίου, τελώντας σε επίγνωση του γεγονότος ότι, ουσιαστικά, το νερό που χρυσοπλήρωνε η
Κοινότητα σε κατόχους διαφόρων αγροτικών γεωτρήσεων ήταν «κλεψιμαίικο» από το
Κράτος, παρ’ όλ’ αυτά, μπούκωσαν με 240.000 ευρώ τον πρώτο αγρότη-νερουλά
και τάισαν με 80.000 ευρώ τους επόμενους, ενεργώντας, τρόπον τινά, ως «κλεπταποδόχοι».
Αυτά είναι εξωπραγματικά σενάρια που επ’ ουδενί μπορούν να γίνουν πιστευτά και
προσβάλλουν τη νοημοσύνη του μέσου κοινού ανθρώπου.
Πρόκειται για μια υπόθεση που συγκλονίζει το Δήμο και η οποία έχει να κάνει
με την «τιμή και την υπόληψη» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως θεσμού.
Διότι, δεν είναι δυνατόν να ανακοινώνεται από την Ενωτική Πρωτοβουλία ότι
ένα ολόκληρο Κοινοτικό Συμβούλιο σκεπτόταν και ενεργούσε ως άνω και να μην
δημιουργείται μείζον πολιτικό ζήτημα «τιμής
και υπόληψης» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως θεσμού.
Συνακόλουθα, δεν είναι δυνατόν οι τότε Κοινοτικοί Σύμβουλοι Κρυονερίου να
συνεχίσουν να σιωπούν, ανεχόμενοι το «καπέλωμά» τους από την ανακοίνωση της Ενωτικής
Πρωτοβουλίας της 22-6-2018.
Οφείλουν να βγουν και να ενημερώσουν δημοσίως αν και τι εγνώριζαν.
Άλλως, μένουν εκτεθειμένοι οι ίδιοι και, με τη σιωπή τους, αφήνουν εκτεθειμένη
και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.